Κίελο

Κίελο
(Kiel). Πόλη (235.500 κάτ. το 1999) της Γερμανίας, πρωτεύουσα του ομόσπονδου κρατιδίου Σλέσβιχ-Χόλσταϊν (15.770 τ. χλμ., 2.804.249 κάτ.). Είναι χτισμένο στις ακτές της Βαλτικής θάλασσας, στο βάθος του στενού κόλπου Κίλερ Φέρντε, Ν του ανατολικού στομίου της διώρυγας του Κ.· μέσω της τελευταίας η Βαλτική επικοινωνεί με τη Βόρεια θάλασσα. To Κ. αποτελεί σημαντικό λιμενικό και βιομηχανικό κέντρο. Είναι έδρα πολλών ναυπηγείων, μηχανουργείων, χημικών εργοστασίων, υφαντουργείων και εργοστασίων τροφίμων, ενώ διαθέτει επίσης ανεπτυγμένη αλιεία και βιομηχανίες. Ιστορία. Οικισμός με αρχαίες ρίζες, το Κ. ανακηρύχθηκε πόλη τον 13o αι. και σύντομα αναπτύχθηκε σε σημαντικό εμπορικό κέντρο, χάρη στη θέση του στην κοιλάδα του Άιντερ, από την οποία διερχόταν ο δρόμος που ένωνε τη Βόρεια θάλασσα με τη Βαλτική. Η πόλη υπήρξε μέλος της Χανσεατικής Ένωσης. Αποτελούσε αρχικά δανέζικο έδαφος, ενσωματώθηκε στην Πρωσία το 1866 και υπήρξε ο μεγαλύτερος ναύσταθμός της. Το 1871 δημιουργήθηκε εκεί η μεγαλύτερη βάση του γερμανικού στόλου (που διαλύθηκε μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο) και το 1895 αποπερατώθηκε η κατασκευή της ομώνυμης διώρυγας. Κατά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, το Κ. υπέστη μαζικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς που, μαζί με τις λιμενικές εγκαταστάσεις, κατέστρεψαν σχεδόν ολόκληρη την πόλη και τον παλιό πυρήνα της. Θύματα του βομβαρδισμού υπήρξαν ο πύργος του 13ου αι., όπου γεννήθηκε ο τσάρος Πέτρος Γ’, και ολόκληρη η περιοχή του πανεπιστημίου, το οποίο ιδρύθηκε το 1665. συνθήκη Κ. Συνθήκη που υπογράφηκε μεταξύ Δανίας-Σουηδίας και Δανίας-Αγγλίας (14 Ιανουαρίου 1814). Σύμφωνα με τους όρους αυτής της συνθήκης, η Δανία παραχώρησε στη Σουηδία τη Νορβηγία. Ως αντάλλαγμα, η Σουηδία παραιτήθηκε από τα δικαιώματά της στην Πομερανία υπέρ της Δανίας. Με τη συνθήκη αυτή τερματίστηκε ο πόλεμος μεταξύ Δανών και Σουηδών κατά τη Ναπολεόντεια περίοδο. Παρέλαση ιστιοφόρων, που πραγματοποιείται στα πλαίσια της ναυτικής εβδομάδας, στο Κίελο της Γερμανίας (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Names of European cities in different languages: I–L — v · d · …   Wikipedia

  • Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… …   Dictionary of Greek

  • Ντιλς, Ότο — (Otto Diels, Αμβούργο 1876 – Κίελο 1954). Γερμανός χημικός. Υπήρξε μαθητής του Εμίλ Φίσερ και καθηγητής στο Κίελο. Το 1906 ανακάλυψε το υποξείδιο του άνθρακα (C3O2) και αργότερα διεξήγαγε έρευνες επί της στηρόλης για να διευκρινίσει τη βασική… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Ράινχολντ, Καρλ Λέοναρντ — (Reinhold, Βιέννη 1758 – Κίελο 1823). Γερμανός φιλόσοφος. Σπούδασε στο κολέγιο των ιησουιτών της Βιέννης, μετά πήγε στους βαρναβίτες και το 1783 εγκατάλειψε το ιερατικό σχήμα για να καταλάβει την έδρα της φιλοσοφίας στην Ιένα, μετά τη δημοσίευση… …   Dictionary of Greek

  • Greek exonyms — Below is a list of modern day Greek language exonyms for European places outside Greece. Place names that are not mentioned are generally referred to in Greek by their respective names in their native languages, or at the closest pronunciation a… …   Wikipedia

  • Liste der griechischen Bezeichnungen deutscher Orte — In dieser Liste werden für deutsche Toponyme (d.h. Namen von Städten, Landschaften, Flüssen, Gebirgen usw. des deutschsprachigen Raumes) die griechischen Entsprechungen angegeben. Inhaltsverzeichnis 1 Α 2 Β 3 Γ 4 Δ 5 Ε 6 …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Exonyme für deutsche Toponyme — In dieser Liste werden für deutsche Toponyme (d.h. Namen von Städten, Landschaften, Flüssen, Gebirgen usw. des deutschsprachigen Raumes) die griechischen Entsprechungen angegeben. Inhaltsverzeichnis 1 Α 2 Β 3 Γ 4 Δ …   Deutsch Wikipedia

  • πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Βαϊτσζέκερ, Καρλ Φρίντριχ φον- — (Carl Friederich von Weizsäcker, Κίελο 1912 –). Γερμανός φυσικός και αστρονόμος. Καθηγητής στο ινστιτούτο Πλανκ και στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, είναι από τους διασημότερους μελετητές του ατόμου και το όνομά του έχει συνδεθεί με τις θεωρίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”